- μειρακιεύομαι
- μειρακιεύομαι και μειρακεύομαι (Α) [μειράκιον]1. συμπεριφέρομαι σαν παιδί, είμαι ντροπαλός ή ναζιάρης, παιδιαρίζω («οὐ μὴν ἀλλὰ κἀκείνην ἐπειρᾱτο προοπαίζων καὶ μειρακιευόμενος ἱλαρωτέραν ποιεῑν ὁ Ἀντώνιος», Πλούτ.)2. γίνομαι έφηβος, μεταβαίνω στην εφηβική ηλικία.
Dictionary of Greek. 2013.